πεντεκαιδεκαετής

πεντεκαιδεκαετής
και αττ. τ. πεντεκαιδεκαέτης, -ες, Α
1. αυτός που έχει ηλικία δεκαπέντε ετών, ο δεκαπενταετής
2. αυτός που έχει διάρκεια δεκαπέντε ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. τετρα-ετής / -έτης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεντεκαιδεκαέτης — fifteen years old masc/fem acc pl (attic epic doric) πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαετής — fifteen years old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαετῆ — πεντεκαιδεκαετής fifteen years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαέτη — πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαετεῖς — πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem acc pl πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαετοῦς — πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαετέες — πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • πενταδεκαέτης — ὁ, Μ πεντεκαιδεκαετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + δέκα + έτης (< ἔτος)] …   Dictionary of Greek

  • πεντεδεκαετής — ές, Α πεντεκαιδεκαετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε + δέκα + ετής (< ἔτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”